- αἰνίγματος
- αἴνιγμαdark sayingneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λύτης — ο (Α λύτης) [λύω] νεοελλ. αυτός που βρίσκει τη λύση προβλήματος, αινίγματος, απορίας και γενικά κάθε δυσχερούς ζητήματος αρχ. στον πληθ. οἱ λύται οι σπουδαστές τής νομικής που διήνυαν το τέταρτο έτος τών σπουδών τους … Dictionary of Greek
συλλαβόγριφος — ο, Ν είδος αινίγματος κατά το οποίο δίνεται η σημασία τών τμημάτων μιας λέξης και ζητείται να βρεθεί η λέξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαβή + γρίφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων … Dictionary of Greek
Κάλχας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μάντης, γιος του Θέστορα. Έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο και υμνήθηκε στην Ιλιάδα από τον Όμηρο. Στο έπος εμφανίζεται ως ιερέας μάντης, στον οποίο απευθύνονταν οι αρχηγοί του ελληνικού στρατού στις κρίσιμες στιγμές.… … Dictionary of Greek